ἀρτιδαής

ἀρτιδαής
ἀρτι-δαής, eben unterrichtet

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αρτιδαής — ἀρτιδαής, ές (Α) αυτός που μόλις διδάχθηκε ή έμαθε κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρτι * + δαής < (θ.) δαη , εδάην (αόρ. β του *δάω «μαθαίνω»)] …   Dictionary of Greek

  • ἀρτιδαεῖ — ἀρτιδαής just taught masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἀρτιδαής just taught masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρτι- — (AM ἀρτι )· [ΕΤΥΜΟΛ. Α συνθετικό λέξεων της Ελληνικής, ιδίως της αρχαίας και της μεσαιωνικής, με σημαντική παραγωγική δύναμη. Πρόκειται για προθεματικό ή προρρηματικό στοιχείο, προερχόμενο από το επίρρημα άρτι*. Απαντά σε αξιόλογο αριθμό συνθέτων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”